- αμονογράφητος
- -η, -ο [μονογραφώ](για έγγραφα) αυτός που δεν μονογραφήθηκε, δεν φέρει δηλ. τη μονογραφική εκείνου που τό συνέταξε ή τό θεώρησε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμονογράφητος — η, ο αυτός που δεν έχει τη μονογραφή του αρμόδιου υπαλλήλου ή εκείνων που κάνουν κάποια συμφωνία: Η σύμβαση έχει ετοιμαστεί, είναι όμως ακόμη αμονογράφητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)